μονόζυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μονοζῠγ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | μονόζυξ | οἱ | μονόζυγες | |
| γενική | τοῦ | μονόζυγος | τῶν | μονοζύγων | |
| δοτική | τῷ | μονόζυγῐ | τοῖς | μονόζυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | μονόζυγᾰ | τοὺς | μονόζυγᾰς | |
| κλητική ὦ! | μονόζυξ | μονόζυγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονόζυγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονοζύγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
μονόζυξ αρσενικό
- που βρίσκεται μόνος στο ζυγό
- (για γυναίκα) χωρίς να έχει σύζυγο
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Πέρσαι (A. Pers. 139)
- τὸν αἰχμήεντα θοῦρον εὐνα-
τῆρ᾽ ἀποπεμψαμένα
λείπεται μονόζυξ.- το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
κατευόδωσε – τώρ᾽ απομένει
στην ερμιά της μονόταιρη, η θλιμμένη. - Μετάφραση (1930): Ιωάννης Γρυπάρης greek-language.gr
- το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
Πηγές
- μονόζυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μονόζυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.