πολύζυγο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολύζυγο | τα | πολύζυγα |
| γενική | του | πολύζυγου & πολυζύγου |
των | πολύζυγων & πολυζύγων |
| αιτιατική | το | πολύζυγο | τα | πολύζυγα |
| κλητική | πολύζυγο | πολύζυγα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολύζυγο ουδέτερο
- όργανο γυμναστικής με δύο μεγάλες δοκούς (τοποθετημένες κάθετα ή -συνηθέστερα- οριζόντια ως προς το έδαφος) με πολλές μπάρες (ζυγούς) κάθετα τοποθετημένες σε τακτά διαστήματα ανάμεσα στις δύο μακριές δοκούς
Μεταφράσεις
πολύζυγο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.