όργανο γυμναστικής
Νέα ελληνικά (el)

δωμάτιο με διάφορα όργανα γυμναστικής
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όργανο γυμναστικής | τα | όργανα γυμναστικής |
| γενική | του | οργάνου γυμναστικής | των | οργάνων γυμναστικής |
| αιτιατική | το | όργανο γυμναστικής | τα | όργανα γυμναστικής |
| κλητική | όργανο γυμναστικής | όργανα γυμναστικής | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όργανο γυμναστικής < → δείτε τις λέξεις όργανο και γυμναστική
Πολυλεκτικός όρος
όργανο γυμναστικής ουδέτερο
- (αθλητισμός) όργανο (μονόζυγο, στατικό ποδήλατο κ.ά.) που χρησιμοποιείται από κάποιον που γυμνάζεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.