μονομελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονομελής | η | μονομελής | το | μονομελές |
| γενική | του | μονομελούς* | της | μονομελούς | του | μονομελούς |
| αιτιατική | τον | μονομελή | τη | μονομελή | το | μονομελές |
| κλητική | μονομελή(ς) | μονομελής | μονομελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονομελείς | οι | μονομελείς | τα | μονομελή |
| γενική | των | μονομελών | των | μονομελών | των | μονομελών |
| αιτιατική | τους | μονομελείς | τις | μονομελείς | τα | μονομελή |
| κλητική | μονομελείς | μονομελείς | μονομελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
μονομελής
- που αποτελείται από ένα μέλος
- ※ Η πρωτοβάθμια μονομελής πειθαρχική επιτροπή της Super League ανακοίνωσε την ποινή της για τα γεγονότα στο παιχνίδι ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ιωνικό. Οι πράσινοι τιμωρήθηκαν με δύο αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών και πρόστιμο 70.000 ευρώ. Η ποινή να σημειωθεί πως είναι εφέσιμη. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) μονομελές
Αντώνυμα
- διμελής
- τριμελής
- τετραμελής
- πενταμελής
- εξαμελής
- επταμελής / εφταμελής
- οκταμελής / οχταμελής
- εννεαμελής / εννιαμελής
- δεκαμελής
- ενδεκαμελής / εντεκαμελής
- δωδεκαμελής
Μεταφράσεις
μονομελής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.