τριμελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριμελής η τριμελής το τριμελές
      γενική του τριμελούς* της τριμελούς του τριμελούς
    αιτιατική τον τριμελή την τριμελή το τριμελές
     κλητική τριμελή(ς) τριμελής τριμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριμελείς οι τριμελείς τα τριμελή
      γενική των τριμελών των τριμελών των τριμελών
    αιτιατική τους τριμελείς τις τριμελείς τα τριμελή
     κλητική τριμελείς τριμελείς τριμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριμελής < τρι- + -μελής

Επίθετο

τριμελής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από τρία μέλη

μονομελής · διμελής · τριμελής · τετραμελής · πενταμελής · εξαμελής · επταμελής · εφταμελής · οκταμελής · οχταμελής · εννεαμελής · εννιαμελής · δεκαμελής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.