πρωτοβάθμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοβάθμιος η πρωτοβάθμια το πρωτοβάθμιο
      γενική του πρωτοβάθμιου της πρωτοβάθμιας του πρωτοβάθμιου
    αιτιατική τον πρωτοβάθμιο την πρωτοβάθμια το πρωτοβάθμιο
     κλητική πρωτοβάθμιε πρωτοβάθμια πρωτοβάθμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοβάθμιοι οι πρωτοβάθμιες τα πρωτοβάθμια
      γενική των πρωτοβάθμιων των πρωτοβάθμιων των πρωτοβάθμιων
    αιτιατική τους πρωτοβάθμιους τις πρωτοβάθμιες τα πρωτοβάθμια
     κλητική πρωτοβάθμιοι πρωτοβάθμιες πρωτοβάθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτοβάθμιος < πρωτο- + -βάθμιος

Επίθετο

πρωτοβάθμιος, -α, -ο

πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πρωτοβάθμια περίθαλψη, πρωτοβάθμιο δικαστήριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.