μονομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονομανής | η | μονομανής | το | μονομανές |
| γενική | του | μονομανούς* | της | μονομανούς | του | μονομανούς |
| αιτιατική | τον | μονομανή | τη | μονομανή | το | μονομανές |
| κλητική | μονομανή(ς) | μονομανής | μονομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονομανείς | οι | μονομανείς | τα | μονομανή |
| γενική | των | μονομανών | των | μονομανών | των | μονομανών |
| αιτιατική | τους | μονομανείς | τις | μονομανείς | τα | μονομανή |
| κλητική | μονομανείς | μονομανείς | μονομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monomane < αρχαία ελληνική μόνος + μανία
Επίθετο
μονομανής, -ής, -ές
- είναι τόσο μονομανής με τον τζόγο, που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Μήτε η οικογένειά του
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.