μονομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονομανία | οι | μονομανίες |
| γενική | της | μονομανίας | των | μονομανιών |
| αιτιατική | τη | μονομανία | τις | μονομανίες |
| κλητική | μονομανία | μονομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monomanie < αρχαία ελληνική μόνος + μανία
Ουσιαστικό
μονομανία θηλυκό
- (ψυχιατρική) αρρωστημένη κατάσταση από την οποία πάσχει ο άνθρωπος που διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα
- (κατ’ επέκταση) το πάθος για κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.