μονομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονομανία οι μονομανίες
      γενική της μονομανίας των μονομανιών
    αιτιατική τη μονομανία τις μονομανίες
     κλητική μονομανία μονομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monomanie < αρχαία ελληνική μόνος + μανία

Ουσιαστικό

μονομανία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) αρρωστημένη κατάσταση από την οποία πάσχει ο άνθρωπος που διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα
     συνώνυμα: ιδεοληψία
  2. (κατ’ επέκταση) το πάθος για κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.