ψυχονευρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχονευρωτικός η ψυχονευρωτική το ψυχονευρωτικό
      γενική του ψυχονευρωτικού της ψυχονευρωτικής του ψυχονευρωτικού
    αιτιατική τον ψυχονευρωτικό την ψυχονευρωτική το ψυχονευρωτικό
     κλητική ψυχονευρωτικέ ψυχονευρωτική ψυχονευρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχονευρωτικοί οι ψυχονευρωτικές τα ψυχονευρωτικά
      γενική των ψυχονευρωτικών των ψυχονευρωτικών των ψυχονευρωτικών
    αιτιατική τους ψυχονευρωτικούς τις ψυχονευρωτικές τα ψυχονευρωτικά
     κλητική ψυχονευρωτικοί ψυχονευρωτικές ψυχονευρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχονευρωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ψυχονευρωτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.