μοναδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοναδικότητα | οι | μοναδικότητες |
| γενική | της | μοναδικότητας | των | μοναδικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μοναδικότητα | τις | μοναδικότητες |
| κλητική | μοναδικότητα | μοναδικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοναδικότητα < μοναδικ(ός) + -ότητα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐να‐δι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
μοναδικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κάποιος μοναδικός
- ↪ η μοναδικότητα του έργου τέχνης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μοναδικότητα
Αναφορές
- μοναδικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.