μοναδιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοναδιαίος | η | μοναδιαία | το | μοναδιαίο |
| γενική | του | μοναδιαίου | της | μοναδιαίας | του | μοναδιαίου |
| αιτιατική | τον | μοναδιαίο | τη | μοναδιαία | το | μοναδιαίο |
| κλητική | μοναδιαίε | μοναδιαία | μοναδιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοναδιαίοι | οι | μοναδιαίες | τα | μοναδιαία |
| γενική | των | μοναδιαίων | των | μοναδιαίων | των | μοναδιαίων |
| αιτιατική | τους | μοναδιαίους | τις | μοναδιαίες | τα | μοναδιαία |
| κλητική | μοναδιαίοι | μοναδιαίες | μοναδιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μοναδιαίος
- ανά μονάδα
- μετά την εφαρμογή των καινούργιων μέτρων, θα μειωθεί ουσιωδώς το μοναδιαίο κόστος παραγωγής
- (μαθηματικά) που σχετίζεται με τη μονάδα, με την τιμή ένα
- ο μοναδιαίος κύκλος αποτελείται από τα σημεία (x,y) με x^2 + y^2 = 1
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.