ιδιότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιότυπος | η | ιδιότυπη | το | ιδιότυπο |
| γενική | του | ιδιότυπου | της | ιδιότυπης | του | ιδιότυπου |
| αιτιατική | τον | ιδιότυπο | την | ιδιότυπη | το | ιδιότυπο |
| κλητική | ιδιότυπε | ιδιότυπη | ιδιότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιότυποι | οι | ιδιότυπες | τα | ιδιότυπα |
| γενική | των | ιδιότυπων | των | ιδιότυπων | των | ιδιότυπων |
| αιτιατική | τους | ιδιότυπους | τις | ιδιότυπες | τα | ιδιότυπα |
| κλητική | ιδιότυποι | ιδιότυπες | ιδιότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιδιότυπος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερο τύπο, ιδιαίτερη μορφή, ο ιδιόμορφος, ο διαφορετικός, ο μοναδικός
- οι συντεχνίες αποτελούσαν , κατά τη βυζαντινή περίοδο, ένα ιδιότυπο συνδικάτο, τα μέλη του οποίου δεν ήταν οι εργάτες, αλλά οι ανεξάρτητοι παραγωγοί
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.