missa

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

missa < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la

Ουσιαστικό

missa

Κλιτικός τύπος μετοχής

missa

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική missa missae
γενική missae missārum
δοτική missae missīs
αιτιατική missam missās
κλητική missa missae
αφαιρετική missā missīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.