μισεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισεμένος | η | μισεμένη | το | μισεμένο |
| γενική | του | μισεμένου | της | μισεμένης | του | μισεμένου |
| αιτιατική | τον | μισεμένο | τη | μισεμένη | το | μισεμένο |
| κλητική | μισεμένε | μισεμένη | μισεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισεμένοι | οι | μισεμένες | τα | μισεμένα |
| γενική | των | μισεμένων | των | μισεμένων | των | μισεμένων |
| αιτιατική | τους | μισεμένους | τις | μισεμένες | τα | μισεμένα |
| κλητική | μισεμένοι | μισεμένες | μισεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μισεύω
Μεταφράσεις
μισεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.