μητρώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μητρώνυμο τα μητρώνυμα
      γενική του μητρώνυμου
& μητρωνύμου
των μητρώνυμων
& μητρωνύμων
    αιτιατική το μητρώνυμο τα μητρώνυμα
     κλητική μητρώνυμο μητρώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητρώνυμο < μήτηρ + -ο- + -ώνυμο (< αρχαία ελληνική ὄνυμα / ὄνομα)

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈtɾo.ni.mo/

Ουσιαστικό

μητρώνυμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.