πατρώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πατρώνυμο | τα | πατρώνυμα |
| γενική | του | πατρώνυμου & πατρωνύμου |
των | πατρώνυμων & πατρωνύμων |
| αιτιατική | το | πατρώνυμο | τα | πατρώνυμα |
| κλητική | πατρώνυμο | πατρώνυμα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατρώνυμο < (πατήρ) πατρ(ο)- + -ώνυμο (< αρχαία ελληνική ὄνυμα / ὄνομα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈtɾo.ni.mo/
Συγγενικά
- πατρωνυμία
- πατρωνυμικό όνομα
- πατρωνυμικός
- → δείτε τις λέξεις πατέρας και όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.