μετουσιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετουσιώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μετουσι(ῶ) + -ώνω < μετ(ά) + αρχαία ελληνική οὐσία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.tu.siˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐του‐σι‐ώ‐νω
Ρήμα
μετουσιώνω, αόρ.: μετουσίωσα, παθ.φωνή: μετουσιώνομαι, π.αόρ.: μετουσιώθηκα, μτχ.π.π.: μετουσιωμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετουσιώνω | μετουσίωνα | θα μετουσιώνω | να μετουσιώνω | μετουσιώνοντας | |
| β' ενικ. | μετουσιώνεις | μετουσίωνες | θα μετουσιώνεις | να μετουσιώνεις | μετουσίωνε | |
| γ' ενικ. | μετουσιώνει | μετουσίωνε | θα μετουσιώνει | να μετουσιώνει | ||
| α' πληθ. | μετουσιώνουμε | μετουσιώναμε | θα μετουσιώνουμε | να μετουσιώνουμε | ||
| β' πληθ. | μετουσιώνετε | μετουσιώνατε | θα μετουσιώνετε | να μετουσιώνετε | μετουσιώνετε | |
| γ' πληθ. | μετουσιώνουν(ε) | μετουσίωναν μετουσιώναν(ε) |
θα μετουσιώνουν(ε) | να μετουσιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετουσίωσα | θα μετουσιώσω | να μετουσιώσω | μετουσιώσει | ||
| β' ενικ. | μετουσίωσες | θα μετουσιώσεις | να μετουσιώσεις | μετουσίωσε | ||
| γ' ενικ. | μετουσίωσε | θα μετουσιώσει | να μετουσιώσει | |||
| α' πληθ. | μετουσιώσαμε | θα μετουσιώσουμε | να μετουσιώσουμε | |||
| β' πληθ. | μετουσιώσατε | θα μετουσιώσετε | να μετουσιώσετε | μετουσιώστε | ||
| γ' πληθ. | μετουσίωσαν μετουσιώσαν(ε) |
θα μετουσιώσουν(ε) | να μετουσιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετουσιώσει | είχα μετουσιώσει | θα έχω μετουσιώσει | να έχω μετουσιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετουσιώσει | είχες μετουσιώσει | θα έχεις μετουσιώσει | να έχεις μετουσιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετουσιώσει | είχε μετουσιώσει | θα έχει μετουσιώσει | να έχει μετουσιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετουσιώσει | είχαμε μετουσιώσει | θα έχουμε μετουσιώσει | να έχουμε μετουσιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετουσιώσει | είχατε μετουσιώσει | θα έχετε μετουσιώσει | να έχετε μετουσιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετουσιώσει | είχαν μετουσιώσει | θα έχουν μετουσιώσει | να έχουν μετουσιώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετουσιώνομαι | μετουσιωνόμουν(α) | θα μετουσιώνομαι | να μετουσιώνομαι | ||
| β' ενικ. | μετουσιώνεσαι | μετουσιωνόσουν(α) | θα μετουσιώνεσαι | να μετουσιώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | μετουσιώνεται | μετουσιωνόταν(ε) | θα μετουσιώνεται | να μετουσιώνεται | ||
| α' πληθ. | μετουσιωνόμαστε | μετουσιωνόμαστε μετουσιωνόμασταν |
θα μετουσιωνόμαστε | να μετουσιωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | μετουσιώνεστε | μετουσιωνόσαστε μετουσιωνόσασταν |
θα μετουσιώνεστε | να μετουσιώνεστε | (μετουσιώνεστε) | |
| γ' πληθ. | μετουσιώνονται | μετουσιώνονταν μετουσιωνόντουσαν |
θα μετουσιώνονται | να μετουσιώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετουσιώθηκα | θα μετουσιωθώ | να μετουσιωθώ | μετουσιωθεί | ||
| β' ενικ. | μετουσιώθηκες | θα μετουσιωθείς | να μετουσιωθείς | μετουσιώσου | ||
| γ' ενικ. | μετουσιώθηκε | θα μετουσιωθεί | να μετουσιωθεί | |||
| α' πληθ. | μετουσιωθήκαμε | θα μετουσιωθούμε | να μετουσιωθούμε | |||
| β' πληθ. | μετουσιωθήκατε | θα μετουσιωθείτε | να μετουσιωθείτε | μετουσιωθείτε | ||
| γ' πληθ. | μετουσιώθηκαν μετουσιωθήκαν(ε) |
θα μετουσιωθούν(ε) | να μετουσιωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μετουσιωθεί | είχα μετουσιωθεί | θα έχω μετουσιωθεί | να έχω μετουσιωθεί | μετουσιωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μετουσιωθεί | είχες μετουσιωθεί | θα έχεις μετουσιωθεί | να έχεις μετουσιωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μετουσιωθεί | είχε μετουσιωθεί | θα έχει μετουσιωθεί | να έχει μετουσιωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετουσιωθεί | είχαμε μετουσιωθεί | θα έχουμε μετουσιωθεί | να έχουμε μετουσιωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μετουσιωθεί | είχατε μετουσιωθεί | θα έχετε μετουσιωθεί | να έχετε μετουσιωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετουσιωθεί | είχαν μετουσιωθεί | θα έχουν μετουσιωθεί | να έχουν μετουσιωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.