μετουσίωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετουσίωμα τα μετουσιώματα
      γενική του μετουσιώματος των μετουσιωμάτων
    αιτιατική το μετουσίωμα τα μετουσιώματα
     κλητική μετουσίωμα μετουσιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετουσίωμα < μετουσιώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

μετουσίωμα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μετουσίωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.