οὐσία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Εκφράσεις
Πηγές
- οὐσία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- οὐσία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | οὐσίᾱ | αἱ | οὐσίαι |
| γενική | τῆς | οὐσίᾱς | τῶν | οὐσιῶν |
| δοτική | τῇ | οὐσίᾳ | ταῖς | οὐσίαις |
| αιτιατική | τὴν | οὐσίᾱν | τὰς | οὐσίᾱς |
| κλητική ὦ! | οὐσίᾱ | οὐσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐσίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οὐσίᾱ < θέμα ... οὖσα - ἐοῦσα, θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι) (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ουσιαστικό
οὐσίᾱ θηλυκό ( & ιωνικός τύπος οὐσίη)
- η περιουσία, η ιδιοκτησία
- ↪ εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν... : αν είχα περιουσία... (Λυσίας) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ↪ πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίειν : τρώνε την περιουσία του πατέρα τους
- η φιλοσοφική ουσία,
- ↪ γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐσία δὲ τὸ τέλος
- η χημική, φυσική ουσία
- ↪ πᾶσαι αἱ φυσικαί οὐσίαι ἢ σώματα... (Αριστοτέλης)
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- οὐσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.