μεταχειρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταχειρισμένος η μεταχειρισμένη το μεταχειρισμένο
      γενική του μεταχειρισμένου της μεταχειρισμένης του μεταχειρισμένου
    αιτιατική τον μεταχειρισμένο τη μεταχειρισμένη το μεταχειρισμένο
     κλητική μεταχειρισμένε μεταχειρισμένη μεταχειρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταχειρισμένοι οι μεταχειρισμένες τα μεταχειρισμένα
      γενική των μεταχειρισμένων των μεταχειρισμένων των μεταχειρισμένων
    αιτιατική τους μεταχειρισμένους τις μεταχειρισμένες τα μεταχειρισμένα
     κλητική μεταχειρισμένοι μεταχειρισμένες μεταχειρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταχειρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταχειρίζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/

Μετοχή

μεταχειρισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.