occasion

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
occasion occasions

Ουσιαστικό

occasion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Συγγενικά

Εκφράσεις

κατάλληλες προθέσεις:

  • occasion of : περίσταση που συνέβη κάτι
  • οccasion for : ευνοϊκή περίσταση ώστε να συμβεί (δυνητικά) κάτι

Πηγές

  • occasion - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
  • occasion - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
occasion occasions

occasion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.