μετανάστευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετανάστευση οι μεταναστεύσεις
      γενική της μετανάστευσης* των μεταναστεύσεων
    αιτιατική τη μετανάστευση τις μεταναστεύσεις
     κλητική μετανάστευση μεταναστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταναστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετανάστευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μετανάστευ(σις) + -ση[1][2] < (ελληνιστική κοινή) μεταναστεύω < αρχαία ελληνική μετανάστης

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈna.stef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετανάστευση

Ουσιαστικό

μετανάστευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μετανάστευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μετανάστευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.