μεταναστεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεταναστεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταναστεύω
  2. θα μεταναστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταναστεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεταναστεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετανάστευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.