εύρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εύρεση οι ευρέσεις
      γενική της εύρεσης* των ευρέσεων
    αιτιατική την εύρεση τις ευρέσεις
     κλητική εύρεση ευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εύρεση < αρχαία ελληνική εὕρεσις < εὑρίσκω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.vɾe.si/

Ουσιαστικό

εύρεση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.