μεταμεσημβρινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμεσημβρινός η μεταμεσημβρινή το μεταμεσημβρινό
      γενική του μεταμεσημβρινού της μεταμεσημβρινής του μεταμεσημβρινού
    αιτιατική τον μεταμεσημβρινό τη μεταμεσημβρινή το μεταμεσημβρινό
     κλητική μεταμεσημβρινέ μεταμεσημβρινή μεταμεσημβρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμεσημβρινοί οι μεταμεσημβρινές τα μεταμεσημβρινά
      γενική των μεταμεσημβρινών των μεταμεσημβρινών των μεταμεσημβρινών
    αιτιατική τους μεταμεσημβρινούς τις μεταμεσημβρινές τα μεταμεσημβρινά
     κλητική μεταμεσημβρινοί μεταμεσημβρινές μεταμεσημβρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταμεσημβρινός < μετα- + μεσημβρινός < αρχαία ελληνική μεσημβρινός < μέσος + ἡμέρα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική nachmittags-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.me.siɱ.vɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμεσημβρινός

Επίθετο

μεταμεσημβρινός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.