μεταμεσημβρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταμεσημβρινός | η | μεταμεσημβρινή | το | μεταμεσημβρινό |
| γενική | του | μεταμεσημβρινού | της | μεταμεσημβρινής | του | μεταμεσημβρινού |
| αιτιατική | τον | μεταμεσημβρινό | τη | μεταμεσημβρινή | το | μεταμεσημβρινό |
| κλητική | μεταμεσημβρινέ | μεταμεσημβρινή | μεταμεσημβρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταμεσημβρινοί | οι | μεταμεσημβρινές | τα | μεταμεσημβρινά |
| γενική | των | μεταμεσημβρινών | των | μεταμεσημβρινών | των | μεταμεσημβρινών |
| αιτιατική | τους | μεταμεσημβρινούς | τις | μεταμεσημβρινές | τα | μεταμεσημβρινά |
| κλητική | μεταμεσημβρινοί | μεταμεσημβρινές | μεταμεσημβρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταμεσημβρινός < μετα- + μεσημβρινός < αρχαία ελληνική μεσημβρινός < μέσος + ἡμέρα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική nachmittags-[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.me.siɱ.vɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐με‐σημ‐βρι‐νός
Αντώνυμα
Αναφορές
- μεταμεσημβρινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.