μεταιχμιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταιχμιακός | η | μεταιχμιακή | το | μεταιχμιακό |
| γενική | του | μεταιχμιακού | της | μεταιχμιακής | του | μεταιχμιακού |
| αιτιατική | τον | μεταιχμιακό | τη | μεταιχμιακή | το | μεταιχμιακό |
| κλητική | μεταιχμιακέ | μεταιχμιακή | μεταιχμιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταιχμιακοί | οι | μεταιχμιακές | τα | μεταιχμιακά |
| γενική | των | μεταιχμιακών | των | μεταιχμιακών | των | μεταιχμιακών |
| αιτιατική | τους | μεταιχμιακούς | τις | μεταιχμιακές | τα | μεταιχμιακά |
| κλητική | μεταιχμιακοί | μεταιχμιακές | μεταιχμιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μεταιχμιακός, -ή, -ό
- που βρίσκεται στο μεταίχμιο
- (ιατρική) που έχει σχέση με το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου → δείτε το άρθρο της Βικιπαίδειας
Εκφράσεις
- μεταιχμιακό σύστημα: (ιατρική) (ανατομία) τμήμα του ανθρώπινου εγκεφάλου που σχετίζεται με τα συναισθήματα, τη συμπεριφορά και τα κίνητρα
Μεταφράσεις
στο μεταίχμιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.