μεταιχμιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταιχμιακός η μεταιχμιακή το μεταιχμιακό
      γενική του μεταιχμιακού της μεταιχμιακής του μεταιχμιακού
    αιτιατική τον μεταιχμιακό τη μεταιχμιακή το μεταιχμιακό
     κλητική μεταιχμιακέ μεταιχμιακή μεταιχμιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταιχμιακοί οι μεταιχμιακές τα μεταιχμιακά
      γενική των μεταιχμιακών των μεταιχμιακών των μεταιχμιακών
    αιτιατική τους μεταιχμιακούς τις μεταιχμιακές τα μεταιχμιακά
     κλητική μεταιχμιακοί μεταιχμιακές μεταιχμιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταιχμιακός < μεταίχμιο + -ακός

Επίθετο

μεταιχμιακός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται στο μεταίχμιο
     συνώνυμα: ενδιάμεσος, μεθοριακός, συνοριακός
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου → δείτε το άρθρο της Βικιπαίδειας

Εκφράσεις

 συνώνυμα: λιμπικό / συναισθημνημονικό / μνημοσυναισθηματικό σύστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.