μεθοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθοριακός | η | μεθοριακή | το | μεθοριακό |
| γενική | του | μεθοριακού | της | μεθοριακής | του | μεθοριακού |
| αιτιατική | τον | μεθοριακό | τη | μεθοριακή | το | μεθοριακό |
| κλητική | μεθοριακέ | μεθοριακή | μεθοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθοριακοί | οι | μεθοριακές | τα | μεθοριακά |
| γενική | των | μεθοριακών | των | μεθοριακών | των | μεθοριακών |
| αιτιατική | τους | μεθοριακούς | τις | μεθοριακές | τα | μεθοριακά |
| κλητική | μεθοριακοί | μεθοριακές | μεθοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθοριακός < (ελληνιστική κοινή) μεθοριακός < αρχαία ελληνική μεθόριος
Επίθετο
μεθοριακός, -ή, -ό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.