λιμπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιμπικός η λιμπική το λιμπικό
      γενική του λιμπικού της λιμπικής του λιμπικού
    αιτιατική τον λιμπικό τη λιμπική το λιμπικό
     κλητική λιμπικέ λιμπική λιμπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιμπικοί οι λιμπικές τα λιμπικά
      γενική των λιμπικών των λιμπικών των λιμπικών
    αιτιατική τους λιμπικούς τις λιμπικές τα λιμπικά
     κλητική λιμπικοί λιμπικές λιμπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιμπικός < αγγλική limbic < γαλλική limbique < λατινική limbus

Επίθετο

λιμπικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.