μεταίχμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεταίχμιο | τα | μεταίχμια |
| γενική | του | μεταίχμιου | των | μεταίχμιων |
| αιτιατική | το | μεταίχμιο | τα | μεταίχμια |
| κλητική | μεταίχμιο | μεταίχμια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεταίχμιο ουδέτερο
- το μεταβατικό σημείο μεταξύ δύο αντίθετων καταστάσεων
- το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.