συνοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνοριακός | η | συνοριακή | το | συνοριακό |
| γενική | του | συνοριακού | της | συνοριακής | του | συνοριακού |
| αιτιατική | τον | συνοριακό | τη | συνοριακή | το | συνοριακό |
| κλητική | συνοριακέ | συνοριακή | συνοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνοριακοί | οι | συνοριακές | τα | συνοριακά |
| γενική | των | συνοριακών | των | συνοριακών | των | συνοριακών |
| αιτιατική | τους | συνοριακούς | τις | συνοριακές | τα | συνοριακά |
| κλητική | συνοριακοί | συνοριακές | συνοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνοριακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνοριακός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.