μεταδιδόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταδιδόμενος | η | μεταδιδόμενη | το | μεταδιδόμενο |
| γενική | του | μεταδιδόμενου | της | μεταδιδόμενης | του | μεταδιδόμενου |
| αιτιατική | τον | μεταδιδόμενο | τη | μεταδιδόμενη | το | μεταδιδόμενο |
| κλητική | μεταδιδόμενε | μεταδιδόμενη | μεταδιδόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταδιδόμενοι | οι | μεταδιδόμενες | τα | μεταδιδόμενα |
| γενική | των | μεταδιδόμενων | των | μεταδιδόμενων | των | μεταδιδόμενων |
| αιτιατική | τους | μεταδιδόμενους | τις | μεταδιδόμενες | τα | μεταδιδόμενα |
| κλητική | μεταδιδόμενοι | μεταδιδόμενες | μεταδιδόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταδιδόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του μεταδίδομαι < μεταδίδω < μεταδίδωμι
Μετοχή
μεταδιδόμενος, -η, -ο
- ο μεταδοτικός, που μπορεί να μεταδοθεί, που μεταφέρεται και κολλάει από το ένα πλάσμα στο άλλο
- που μεταφέρεται ή αναμεταδίδεται μέσα από ένα φορέα/μηχάνημα/μέσον/όργανο
Μεταφράσεις
μεταδιδόμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.