μελανόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μελανόμορφος | η | μελανόμορφη | το | μελανόμορφο |
| γενική | του | μελανόμορφου | της | μελανόμορφης | του | μελανόμορφου |
| αιτιατική | τον | μελανόμορφο | τη | μελανόμορφη | το | μελανόμορφο |
| κλητική | μελανόμορφε | μελανόμορφη | μελανόμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μελανόμορφοι | οι | μελανόμορφες | τα | μελανόμορφα |
| γενική | των | μελανόμορφων | των | μελανόμορφων | των | μελανόμορφων |
| αιτιατική | τους | μελανόμορφους | τις | μελανόμορφες | τα | μελανόμορφα |
| κλητική | μελανόμορφοι | μελανόμορφες | μελανόμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
![]() |
![]() |
Ετυμολογία
- μελανόμορφος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική black-figure, (αρχαία ελληνική μέλας, γενική: μέλαν-ος) μελανό- + -μορφος (μορφή)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.laˈno.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐νό‐μορ‐φος
Επίθετο
μελανόμορφος, -η, -ο
- (αρχαιολογία, κεραμική, για αρχαίο αγγείο) αγγειογραφία με μαύρες μορφές πάνω σε κοκκινωπό, ερυθρό φόντο
- ↪ Ο μελανόμορφος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας άνθισε από τον 7ο έως τον 5ο αιώνα. Από τον 5 έως τον 3ο αιώνα έχουμε και την ερυθρόμορφη αγγειογραφία.
Αναφορές
- μελανόμορφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

