αγγειογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγγειογραφία | οι | αγγειογραφίες |
| γενική | της | αγγειογραφίας | των | αγγειογραφιών |
| αιτιατική | την | αγγειογραφία | τις | αγγειογραφίες |
| κλητική | αγγειογραφία | αγγειογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγειογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
αγγειογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.