-φρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -φρων & -φρονας |
η | -φρων | το | -φρον |
| γενική | του | -φρονος & -φρονα |
της | -φρονος | του | -φρονος |
| αιτιατική | τον | -φρονα | τη(ν) | -φρονα | το | -φρον |
| κλητική | -φρων & -φρονα |
-φρων | -φρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -φρονες | οι | -φρονες | τα | -φρονα |
| γενική | των | -φρόνων | των | -φρόνων | των | -φρόνων |
| αιτιατική | τους | -φρονες | τις | -φρονες | τα | -φρονα |
| κλητική | -φρονες | -φρονες | -φρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -φρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φρων < φρήν[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾon/
Επίθημα
-φρων, -ων, -ον
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φρων στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-φρων" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -φρων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.