-φρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φρων
& -φρονας
η -φρων το -φρον
      γενική του -φρονος
& -φρονα
της -φρονος του -φρονος
    αιτιατική τον -φρονα τη(ν) -φρονα το -φρον
     κλητική -φρων
& -φρονα
-φρων -φρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φρονες οι -φρονες τα -φρονα
      γενική των -φρόνων των -φρόνων των -φρόνων
    αιτιατική τους -φρονες τις -φρονες τα -φρονα
     κλητική -φρονες -φρονες -φρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-φρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φρων < φρήν[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfɾon/

Επίθημα

-φρων, -ων, -ον

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φρων στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -φρων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.