μεγαλαυχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεγαλαυχία | οι | μεγαλαυχίες |
| γενική | της | μεγαλαυχίας | των | μεγαλαυχιών |
| αιτιατική | τη | μεγαλαυχία | τις | μεγαλαυχίες |
| κλητική | μεγαλαυχία | μεγαλαυχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλαυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεγαλαυχία < μεγαλαυχέω < μεγάλαυχος < μεγαλ- + αὐχέω / αὐχῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.laˈfçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λαυ‐χί‐α
Ουσιαστικό
μεγαλαυχία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η χρήση στομφώδους και πομπώδους ύφους κατά την ομιλία με επίδειξη αλαζονείας και καυχησιάς
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεγαλαυχία
|
Πηγές
- «μεγαλαυχώ, μεγαλαυχία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μεγαλαυχίᾱ | αἱ | μεγαλαυχίαι |
| γενική | τῆς | μεγαλαυχίᾱς | τῶν | μεγαλαυχιῶν |
| δοτική | τῇ | μεγαλαυχίᾳ | ταῖς | μεγαλαυχίαις |
| αιτιατική | τὴν | μεγαλαυχίᾱν | τὰς | μεγαλαυχίᾱς |
| κλητική ὦ! | μεγαλαυχίᾱ | μεγαλαυχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεγαλαυχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεγαλαυχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλαυχία < μεγαλαυχέω < μεγάλαυχος < μεγαλ- + αὐχέω / αὐχῶ[1]
Ουσιαστικό
μεγαλαυχία θηλυκό
- κομπασμός
- ≈ συνώνυμα: <μεγαλοψυχία>· μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Μ)
Αναφορές
- μεγαλαυχώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μεγαλαυχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλαυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.