αὐχέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐχέω < αὐχή ή αὔχη ( η καυχησιά -αλλά υπάρχει και η αντίστροφη θεωρία, ότι η αὐχή προήλθε από το αὐχέω)

Ρήμα

αὐχέω - αὐχῶ (συνηρημένο)

  1. καυχιέμαι, αλαζονεύομαι, περηφανεύομαι
  2. δείχνω αυτοπεποίθηση


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας αὐχέω
Παρατατικός ηὔχουν
Μέλλοντας αὐχήσω
Αόριστος ηὔχησα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.