κομπασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομπασμός | οι | κομπασμοί |
| γενική | του | κομπασμού | των | κομπασμών |
| αιτιατική | τον | κομπασμό | τους | κομπασμούς |
| κλητική | κομπασμέ | κομπασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομπασμός < αρχαία ελληνική κομπασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κομπασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.