κομπασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπασμός οι κομπασμοί
      γενική του κομπασμού των κομπασμών
    αιτιατική τον κομπασμό τους κομπασμούς
     κλητική κομπασμέ κομπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπασμός < αρχαία ελληνική κομπασμός

Ουσιαστικό

κομπασμός αρσενικό

  1. έπαρση, καυχησιά, καυχησιολογία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κομπασμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κομπασμός αρσενικό

  1. κομπασμός

Ταυτόσημο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.