μεγαλουχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεγαλουχί αἱ μεγαλουχίαι
      γενική τῆς μεγαλουχίᾱς τῶν μεγαλουχιῶν
      δοτική τῇ μεγαλουχί ταῖς μεγαλουχίαις
    αιτιατική τὴν μεγαλουχίᾱν τὰς μεγαλουχίᾱς
     κλητική ! μεγαλουχί μεγαλουχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεγαλουχί
γεν-δοτ τοῖν  μεγαλουχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλουχία < μεγαλ- + -ουχία

Ουσιαστικό

μεγᾰλουχία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.