μεγαληγορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαληγορία οι μεγαληγορίες
      γενική της μεγαληγορίας των μεγαληγοριών
    αιτιατική τη μεγαληγορία τις μεγαληγορίες
     κλητική μεγαληγορία μεγαληγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαληγορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεγαληγορία

Ουσιαστικό

μεγαληγορία θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεγαληγορί αἱ μεγαληγορίαι
      γενική τῆς μεγαληγορίᾱς τῶν μεγαληγοριῶν
      δοτική τῇ μεγαληγορί ταῖς μεγαληγορίαις
    αιτιατική τὴν μεγαληγορίᾱν τὰς μεγαληγορίᾱς
     κλητική ! μεγαληγορί μεγαληγορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεγαληγορί
γεν-δοτ τοῖν  μεγαληγορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαληγορία < μεγαληγορέω < μεγαλήγορος

Ουσιαστικό

μεγαληγορία

  1. ο κομπασμός
  2. το να λέει κάποιος μεγάλα λόγια, να δίνει μεγάλες υποσχέσεις, να υπερβάλλει
  3. η εξύψωση, το μεγαλείο της απαγγελίας (μεταγενέστερη έννοια)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.