μαϊντανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαϊντανός | οι | μαϊντανοί |
| γενική | του | μαϊντανού | των | μαϊντανών |
| αιτιατική | τον | μαϊντανό | τους | μαϊντανούς |
| κλητική | μαϊντανέ | μαϊντανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φύλλα μαϊντανού.
Ετυμολογία
- μαϊντανός < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική معدنوس (mağdanos, maydanos) (τουρκική maydanoz) < αραβική مَعْدُونِس (maʿdūnis) <
- Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1] < ινδικής προέλευσης
- Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινώτη[2] (αντιδάνειο) < μεσαιωνική ελληνική μακεδονήσι / μακεδονήσιον < λατινική macedonense, ουδέτερο του macedonensis < Macedo < αρχαία ελληνική Μακεδών (αντιδάνειο) < Μακεδονία < μακεδονία < μακεδνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /mai̯.daˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαϊ‐ντα‐νός
Ουσιαστικό
μαϊντανός αρσενικό
- (φυτό, λαχανικό) φυτό (Petroselinum crispum) του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική
- ο άνθρωπος που ανακατώνεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιος
- (ειρωνικό) πρόσωπο που εμφανίζεται δημοσίως πολύ συχνά και σε διάφορες περιστάσεις, ιδίως στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και εκφέρει γνώμη για πράγματα για τα οποία δεν είναι αρμόδιος
-
μαϊντανός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αρχαία ελληνικά: πετροσέλινον
μαϊντανός
|
Αναφορές
- μαϊντανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.