ανακατώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακατώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνακατώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε ανάκατ(ος) + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.kaˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανακατώνω

Ρήμα

ανακατώνω, πρτ.: ανακάτωνα, στ.μέλλ.: θα ανακατώσω, αόρ.: ανακάτεψα, παθ.φωνή: ανακατώνομαι, π.αόρ.: ανακατώθηκα, μτχ.π.π.: ανακατωμένος

Συγγενικά

θέμα ανακατω-

 και δείτε τη λέξη ανάκατος

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.