Μακεδών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μακεδών < → λείπει η ετυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | Μακεδών | οἱ/αἱ | Μακεδόνες |
| γενική | τοῦ/τῆς | Μακεδόνος | τῶν | Μακεδόνων |
| δοτική | τῷ/τῇ | Μακεδόνῐ | τοῖς/ταῖς | Μακεδόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | Μακεδόνᾰ | τοὺς/τὰς | Μακεδόνᾰς |
| κλητική ὦ! | Μακεδών | Μακεδόνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μακεδόνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μακεδόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Μᾰκεδών αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκά: Μακεδονία, Μακεδονίς, Μακεδόνισσα, Μακεδονῖτις)
Σημειώσεις
- για του ουσιαστικό γῆ, πάντοτε γῆ Μακεδών
Συνώνυμα
- (επίθετο) Μακεδονικός
Παράγωγα
- Μακεδονία
- Μακεδονίζω
- Μακεδονικός
- Μακεδονικῶς
- Μακεδόνιος
- Μακεδονιστί
Αναφορές
- «Μακεδονία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, σελ. 2163, λήμμα: μακεδνός
Πηγές
- Μακεδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μακεδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.