μαχητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαχητής οι μαχητές
      γενική του μαχητή των μαχητών
    αιτιατική τον μαχητή τους μαχητές
     κλητική μαχητή μαχητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχητής < αρχαία ελληνική μαχητής < μάχη + -τής

Ουσιαστικό

μαχητής αρσενικό μαχήτρια θηλυκό

  1. ο αγωνιστής
  2. ο πολεμιστής

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαχητής < ρίζα μαχ κοινή με το μάχαιρα και πιθανόν να σχετίζεται και με το μάσσω (ἐμάξην, ἐμαγάμην)

Ουσιαστικό

μαχητής (γεν. τοῦ μαχητοῦ) στην αιολική μαχαίτας, στη δωρική μαχατάς

  1. που πολεμάει με γενναιότητα, ο αγωνιστής, ο ανδρείος
    μικρός μέν ἔην δέμας ἀλλά μαχητής : μικρός στο σώμα (μικρόσωμος) αλλά ανδρείος (Ιλιάδα, 5.801)
  2. με χρήση επιθέτου: ο πολεμικός, ο μαχητικός


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.