μάσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mag-

ζυμώνω, δουλεύω κάτι με το χέρι.

Ρήμα

μάσσω

  1. ψηλαφώ
  2. ζυμώνω με τα χέρια μου
  3. σφουγγίζω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀναμάσσω
  • ἀπομάσσω
  • διαμάσσω
  • εἰσμάσσομαι
  • ἐκμάσσω
  • ἐμμάσσομαι
  • καταμάσσω
  • περιμάσσω
  • προμάσσω
  • προσμάσσω
  • ὑπομάσσω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.