μαχήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαχήτρια οι μαχήτριες
      γενική της μαχήτριας των μαχητριών
    αιτιατική τη μαχήτρια τις μαχήτριες
     κλητική μαχήτρια μαχήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχήτρια < μαχητής + -τρια

Ουσιαστικό

μαχήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.