αγωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγωνιστής | οι | αγωνιστές |
| γενική | του | αγωνιστή | των | αγωνιστών |
| αιτιατική | τον | αγωνιστή | τους | αγωνιστές |
| κλητική | αγωνιστή | αγωνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγωνιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωνιστής < (ἀγωνίζομαι) ἀγωνισ- + -τής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣo.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐νι‐στής
Ουσιαστικό
αγωνιστής αρσενικό (θηλυκό αγωνίστρια)
- αυτός που αγωνίζεται για την εκπλήρωση ενός στόχου, μιας ιδεολογίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.