μασούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μασούρι | τα | μασούρια |
| γενική | του | μασουριού | των | μασουριών |
| αιτιατική | το | μασούρι | τα | μασούρια |
| κλητική | μασούρι | μασούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασούρι < μεσαιωνική ελληνική μασούριον (υποκοριστικό για το οθωμανικό τουρκικό) < οθωμανική τουρκική ماسوره (masura / masra) < αραβική ماسورة (māsūra)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈsu.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐σού‐ρι
Ουσιαστικό
μασούρι ουδέτερο
- πρόχειρο εργαλείο από χαρτί, ξύλο ή μέταλλο σε σχήμα κυλίνδρου
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που είναι τυλιγμένο σε κύλινδρο
- ↪πήρε από την αγορά 2 μασούρια κανέλα σε τιμή ευκαιρίας
- ↪μάζεψε τα ψιλά σε μασούρια να τα πάμε στην τράπεζα
- (ειδικότερα) κέρματα τυλιγμένα σε κύλινδρο ή χαρτονομίσματα τυλιγμένα
Συγγενικά
- αμασούριαστος
- αμασούριστος
- μασούρα
- μασουράκι
- μασουράτος
- μασουρήθρα
- μασουριάζω
- μασούριασμα
- μασουριασμένος
- μασουρίζω
- μασούρισμα
- μασουρισμένος
- μασουρισμός
- μασουρίστρα
- μασουροδάχτυλος / μασουρδαχτυλάτος
- μασουρωτός
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
μασούρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.