μασουρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μασουρισμένος | η | μασουρισμένη | το | μασουρισμένο |
| γενική | του | μασουρισμένου | της | μασουρισμένης | του | μασουρισμένου |
| αιτιατική | τον | μασουρισμένο | τη | μασουρισμένη | το | μασουρισμένο |
| κλητική | μασουρισμένε | μασουρισμένη | μασουρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μασουρισμένοι | οι | μασουρισμένες | τα | μασουρισμένα |
| γενική | των | μασουρισμένων | των | μασουρισμένων | των | μασουρισμένων |
| αιτιατική | τους | μασουρισμένους | τις | μασουρισμένες | τα | μασουρισμένα |
| κλητική | μασουρισμένοι | μασουρισμένες | μασουρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μασουρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.