μασουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μασούρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μασουριάζω | μασούριαζα | θα μασουριάζω | να μασουριάζω | μασουριάζοντας | |
| β' ενικ. | μασουριάζεις | μασούριαζες | θα μασουριάζεις | να μασουριάζεις | μασούριαζε | |
| γ' ενικ. | μασουριάζει | μασούριαζε | θα μασουριάζει | να μασουριάζει | ||
| α' πληθ. | μασουριάζουμε | μασουριάζαμε | θα μασουριάζουμε | να μασουριάζουμε | ||
| β' πληθ. | μασουριάζετε | μασουριάζατε | θα μασουριάζετε | να μασουριάζετε | μασουριάζετε | |
| γ' πληθ. | μασουριάζουν(ε) | μασούριαζαν μασουριάζαν(ε) |
θα μασουριάζουν(ε) | να μασουριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μασούριασα | θα μασουριάσω | να μασουριάσω | μασουριάσει | ||
| β' ενικ. | μασούριασες | θα μασουριάσεις | να μασουριάσεις | μασούριασε | ||
| γ' ενικ. | μασούριασε | θα μασουριάσει | να μασουριάσει | |||
| α' πληθ. | μασουριάσαμε | θα μασουριάσουμε | να μασουριάσουμε | |||
| β' πληθ. | μασουριάσατε | θα μασουριάσετε | να μασουριάσετε | μασουριάστε | ||
| γ' πληθ. | μασούριασαν μασουριάσαν(ε) |
θα μασουριάσουν(ε) | να μασουριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μασουριάσει | είχα μασουριάσει | θα έχω μασουριάσει | να έχω μασουριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μασουριάσει | είχες μασουριάσει | θα έχεις μασουριάσει | να έχεις μασουριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μασουριάσει | είχε μασουριάσει | θα έχει μασουριάσει | να έχει μασουριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μασουριάσει | είχαμε μασουριάσει | θα έχουμε μασουριάσει | να έχουμε μασουριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μασουριάσει | είχατε μασουριάσει | θα έχετε μασουριάσει | να έχετε μασουριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μασουριάσει | είχαν μασουριάσει | θα έχουν μασουριάσει | να έχουν μασουριάσει |
| |
Πηγές
- μασουριάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μασουριάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.