μασούριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μασούριασμα τα μασουριάσματα
      γενική του μασουριάσματος των μασουριασμάτων
    αιτιατική το μασούριασμα τα μασουριάσματα
     κλητική μασούριασμα μασουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασούριασμα < μασουριάζω + -μα

Ουσιαστικό

μασούριασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

  • μασούριασμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.